Αναρτήσεις

Η ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ ΑΠ' ΤΙΣ ΤΡΕΙΣ

Σήκωσε το χέρι του να φυλάξει το πρόσωπό του.  Η καρδιά του χτύπαγε γρήγορα, ο ιδρώτας πάγωσε στο μέτωπό του, τα μάτια του διάπλατα προσπαθούσαν να προλάβουν το χτύπημα. Ο άλλος ανάσαινε βαρειά με διεσταλμένα ρουθούνια, τα δάχτυλα στα απλωμένα χέρια ανοιχτά σα νύχια αρπακτικού, το στήθος προτεταμένο, γεμάτο οργή, έβραζε. Είχε πλακώσει με τον ίσκιο του τον γονατισμένο στο χωμάτινο πάτωμα άντρα. Δυό στιγμές ο χρόνος έπηξε αναμεσά τους, τίποτα δεν κινιόταν, το δωμάτιο ήταν μια σταγόνα αίμα, που σε λίγο θα χτυπήσει στο πάτωμα, οι δύο άντρες ήταν ένας Ιανός με τον φόβο στο ένα πρόσωπο και την οργή στο άλλο. Ξεφύσηξε αργά, τραβήχτηκε πίσω χωρίς όμως να πάρει το βλέμμα του. Ο άλλος δεν κατέβασε το χέρι. «Να μου πεις... Θέλω να μου πεις... Γιατί πρόδωσες..;» του πέταξε στα μούτρα σκύβοντας πάνω ακριβώς απ΄το κεφάλι του. Τα χείλια τού άλλου άρχισαν να τρέμουν σαν έτοιμος να κλάψει. Ανοιγόκλεισε τα μάτια γρήγορα, στηλώθηκε λίγο όρθιος και μετά έγειρε μπροστά καρφώνοντας την ματιά στο πάτω

ΠΑΛΑΙΟΚΚΛΗΣΙΑ

Εικόνα
«Στην Τήνο συμβαίνει το εξής παράδοξο.  Ποτέ δεν ξέρεις πού περπατάς πραγματικά. Τη μιά στιγμή είσαι στην Χώρα και αγοράζεις εφημερίδες και μετά από δέκα λεπτά είσαι στην μέση του βουνού και περπατάς ένα μονοπάτι εκατοντάδων ετών. Κι' όταν λέω μονοπάτι δεν εννοώ έναν δρόμο πατημένο, μια διαδρομή που εξακολουθεί να περνάει ακόμη από 'κει, αλλά, έναν προστατευμένο δρόμο, που δεν έπαψε να είναι σε χρήση από τότε που φτιάχτηκε, τριακόσια, τετρακόσια χρόνια πριν, μέχρι και τις αρχές του ’80, οπότε και άρχισε η μεγάλη εγκατάλειψη, το ρήμαγμα...   Μετά πάλι, φτάνεις σε κάποια παραλία όπου μέχρι να φτάσεις εκεί, δεν υπάρχει πιθαμή εδάφους απεριποίητη, άσκαφτη, τα σκαλιά φτάνουν μέχρι την άκρη της θάλασσας κι' αναρωτιέσαι και λες μέσα σου γιατί...  Και καταλήγεις να βλέπεις το ηλιοβασίλεμα στην άκρη στα Κακόβουλα και ν’ αναρωτιέσαι πόσον χρόνων είναι το κατοικιό πίσω σου και η μάντρα που ακολουθεί το ρέμα στην κατεβασιά του.    Σου λέω, αυτό είναι αίσθηση αλλόκοτη που την έχε